- οποσάκις
- (Α ὁποσάκις, αιολ. τ. ὁποσσάκιν και κατά δ. γρφ. και ανάγν. ὁππόσσακιν)(αναφ. επίρρ.)1. οσάκις, όσες φορές («ἀεὶ τοῡτο ποιεῑτε; ὁποσάκις, ἔφη, δειπνοποιούμεθα», Ξεν.)2. (με το μόριο αν και με υποτ.) όσες φορές και αν («καὶ τοῡτο ἐξεῑναι ποιεῑν, ὁποσάκις ἂν δοκῇ αὐτῷ», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπόσος + κατάλ. -άκις (πρβλ. πολλ-άκις)].
Dictionary of Greek. 2013.